- σαφηνίσας
- σαφηνίσᾱς , σαφηνίζωmake clearaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξιστορώ — έω και άω (AM ἐξιστορῶ, έω) μσν. νεοελλ. διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια αρχ. μσν. διασαφηνίζω αρχ. 1. ερευνώ, πληροφορούμαι, βεβαιώνομαι («ἐξιστορήσας και σαφηνίσας ὁδόν», Αισχ.) 2. ανακρίνω κάποιον για να μάθω («μηδέ καρδίας δηκτήρια ἐξιστορῆσαι» … Dictionary of Greek